ἀναιμόσαρκος

ἀναιμόσαρκος
2 не имеющий крови в теле, бескровный

Ancient Greek-Russian simple. 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ἀναιμόσαρκος" в других словарях:

  • αναιμόσαρκος — ἀναιμόσαρκος, ον (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που έχει σάρκα άναιμη, δίχως αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναιμος + σαρκος < σάρξ] …   Dictionary of Greek

  • ἀναιμόσαρκε — ἀναιμόσαρκος with bloodless flesh masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άναιμος — η, ο (ΑΜ ἄναιμος, ον) αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος αρχ. αυτός που δεν χύνει αίμα (π. χ. «ἄναιμος νίκη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αιμος < αἷμα. ΠΑΡ. αναιμία αρχ. ἀναιμότης, ἀναιμωτί νεοελλ. αναιμικός. ΣΥΝΘ. ἀναιμόσαρκος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»